πλεθρίζω

πλεθρίζω
Α [πλέθρον]
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλεθρίζων — πλεθρίζω run the pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέθρισμα — τὸ, Α [πλεθρίζω] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”