Dictionary of Greek. 2013.
πλεθρίζων — πλεθρίζω run the pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέθρισμα — τὸ, Α [πλεθρίζω] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου … Dictionary of Greek